- ἐφημερευτήριον
- ἐφημερ-ευτήριον, τό,A guard-room, lock-up, PPetr.2p.26 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφημερευτήριον — ἐφημερευτήριον, τὸ (Α) [εφημερευτής] πάπ. κρατητήριο … Dictionary of Greek